Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

βγάζει κι' από τη

  • 1 сходить

    схожу, сходишь
    ρ.δ.
    1. βλ. сойти.
    2. (με το αρνητικό μόριο не)• δε σηκώνομαι•

    сходить больной не -ил с постели ο άρρωστος δε σηκώνονταν από το κρεβάτι.

    εκφρ.
    не сходить с языка ή с уст – δεν τον βγάζει από το στόμα (τον αναφέρει (λογοπιάνει) συχνότατα.
    βλ. сойтись.
    ρ.σ.
    1. πηγαίνω (με επιστροφή)•

    за покупки πηγαίνω για ψώνια•сходитьи за водой πήγαινε για νερό.

    2. αφοδεύω, αποπατώ, ενεργούμαι, βγαίνω• κάνω•

    сходить за большой κάνω το χοντρό•

    сходить за маленькой κάνω το ψιλό.

    Большой русско-греческий словарь > сходить

  • 2 вести

    вести́
    несов
    1. (сопровождать) ὀδηγῶ, συνοδεύω, πηγαίνω κάποιον:
    \вести за руку πιάνω ἀπό τό χέρι·
    2. (идти во главе) ὀδηγω, ἡγούμαι, εἶμαι ἐπί κεφαλής:
    \вести войска в бой ὀδηγῶ τά στρατεύματα στή μάχη·
    3. (управлять \вести машиной и т. п.) ὀδηγῶ, διευθύνω:
    \вести автомобиль ὀδηγῶ αὐτοκίνητο·
    4. (руководить) διευθύνω, καθοδηγώ:
    \вести дела διαχειρίζομαι τίς ὑποθέσεις· \вести заседание διευθύνω τή συνεδρίαση· \вести домашнее хозяйство διαχειρίζομαι (или διευθύνω) τό νοικοκυριό·
    5. (осуществлять) διεξάγω, κάνω:
    \вести войну́ διεξάγω πόλεμο· \вести борьбу́ κάνω ἀγώνα, παλεύω, ἀγωνίζομαι, μάχομαι· \вести переговоры διεξάγω διαπραγματεύσεις· \вести правильный образ жизни διάγω ὁμαλό τρόπο ζωής· \вести протокол κρατώ τά πρακτικά· \вести переписку а) ἀλληλογραφώ, ἔχω ἀλληλογραφία, б) διεξάγω τήν ἀλληλογραφία (в учреждении)·
    6. (куда-л., к чему-л.) ὀδηγῶ, φέρ[ν]ω:
    дорога ведет к реке ὁ δρόμος βγάζει στό ποτάμι· лестница ведет на верхний этаж ἡ σκάλα ὁδηγεί στό ἐπάνω πάτωμα·
    7. (иметь следствием) ὀδηγῶ προς, ἐπιφέρω, φέρ[ν]ω, ἔχω συνέπεια:
    это ни к чему́ не ведет αὐτό δέν ὁδηγεί σέ τίποτε· ◊ \вести начало от чего-л. χρονολογούμαι, ἀρχίζω· \вести себя хорошо συμπεριφέρομαι (или φέρνομαι) καλά· \вести наступление ἐνεργώ (или κάνω) ἐπίθεση.

    Русско-новогреческий словарь > вести

  • 3 пробиваться

    пробиваться
    несов
    1. (прокладывать себе путь) ἀνοίγω δρόμο[ν]/ περνῶ (проникать):
    \пробиваться скюзь толпу́ ἀνοίγω δρόμο μέσα στό πλήθος· с трудом \пробиваться περνώ μέ κόπο· сквозь што́ры \пробиватьсяется свет μέσα ἀπό τά στόρια περνἄ φῶς·
    2. (о растительности) φυτρώνω, φύομαι, βλαστάνω:
    у него́ \пробиватьсяются усы ἀρχίζει νά βγάζει μουστάκι.

    Русско-новогреческий словарь > пробиваться

  • 4 загребать

    ρ.δ.
    1. μ. μαζεύω, συγκεντρώνω, συσσωρεύω•

    загребать деньги μαζεύω σωρό τα χρήματα•

    чужими руками жар загребать (μτφ.) βάζω άλλον να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά.

    || μτφ. κερδίζω, βγάζω•

    он много денег -ет αυτός βγάζει πολλά λεφτά.

    2. τραβώ κουπί, κωπηλατώ•

    -вправо κωπηλατώ δεξιά.

    μαζεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > загребать

  • 5 курить

    кури, куришь, μτχ. ενεστ. курящий
    ρ.δ. μ.
    1. καπνίζω, φουμάρω•

    курить воспрещается ή запрещается απαγορεύεται το κάπνισμα•

    сигару καπνίζω πούρο.

    2. θυμιατίζω, λιβανίζω.
    3. βγάζω, παίρνω με απόσταξη•

    курить смолу βγάζω πίσσα με απόσταξη.

    1. καπνίζω, βγάζω καπνό•

    вулкан -ится το υφαίστειο βγάζει, καπνό.

    2. αναδίδω υδρατμούς, αχνίζω. || ανταριάζω (καλύπτομαι από σύννεφα, σκόνη κ.τ.τ.).
    αιωρούμαι (για καπνό, ομίχλη κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > курить

  • 6 сочить

    -чу, -чишь
    ρ.δ.μ. βγάζω• χύνω κατά σταγόνες• σταλάζω•

    сочить слзы χύνω δάκρυα•

    рана -чит кровь η πληγή ματώνει.

    στάζω, σταλάζω•

    с лица -ится пот από το πρόσωπο στάζει ιδρώτας•

    дерево -ится смолой το δέντρο βγάζει σταγόνες-σταγόνες ρετσίνι.

    Большой русско-греческий словарь > сочить

  • 7 стволистый

    επ., -лист, -а, -о
    πολύκορμος, που βγάζει από τη ρίζα πολλούς κορμούς. || ριζόκλαδος, ριζοστέλεχος.

    Большой русско-греческий словарь > стволистый

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… …   Dictionary of Greek

  • χλούνης — ου, ὁ, Α 1. ως επίθ. α) (επικ. τ.) χαρακτηρισμός αγριόχοιρου («ἡ δὲ χολωσαμένη... ὦρσεν ἐπὶ χλούνην σῡν ἄγριον ἀργιόδοντα», Ομ. Ιλ.) β) αυτός που βγάζει αφρούς από το στόμα, ἀφριστής* γ) χλοεύνης* δ) ευνουχισμένος ε) ερημικός 2. ως ουσ. α)… …   Dictionary of Greek

  • αφλοισμός — ἀφλοισμός, ο (Α) οι αφροί που βγάζει κανείς από το στόμα όταν είναι έξαλλος από θυμό. [ΕΤΥΜΟΛ. «Άπαξ ειρημένη» ομηρική λέξη (Ιλ. Ο 607) που έχει ερμηνευθεί από τους σχολιαστές ως παράλληλος, πιθ. αιτωλικός, τ. του αφρός. Πρόκειται για δηλωτική… …   Dictionary of Greek

  • ριζόφυλλος — η, ο / ῥιζόφυλλος, ον, ΝΜΑ (για φυτό) αυτός που βγάζει φύλλα από πολύ χαμηλά, από τη ρίζα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ριζόφυλλο φύλλο που βλαστάνει από τη ρίζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. γωνιό φυλλος] …   Dictionary of Greek

  • λάδι — Βλ. λ. έλαια (ελαιόλαδο). * * * το (Μ λάδι[ν]) το λιπαρό υγρό που λαμβάνεται με σύνθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο νεοελλ. 1. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτική, ζωική ή ορυκτή ύλη 2. φρ. α) «άγια λάδια» το ευχέλαιο β) «άγιο… …   Dictionary of Greek

  • ξίγγι — και ξίγκι και ξύγκι, το 1. πάχος, λίπος που βρίσκεται κάτω από το δέρμα 2. κοινή ονομασία τής βουβωνοκήλης, αλλ. σπάσιμο, κατέβασμα 3. φρ. α) «βγάζει κι από την μύγα ξίγγι» λέγεται για άτομο που αποβλέπει μόνο στο συμφέρον του και εκμεταλλεύεται… …   Dictionary of Greek

  • άφωνος, -η — ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει, δε βγάζει φωνή: Από τη μεγάλη της συγκίνηση στεκόταν άφωνη. 2. (γραμμ.), «άφωνοι φθόγγοι» ή «άφωνα» ονομάστηκαν από τους παλιούς γραμματικούς τα σύμφωνα π, β, φ, κ, γ, χ, τ, δ, θ, επειδή δεν ακούγεται φωνή όταν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιθουλκός — ό (AM λιθουλκός, ον) το αρσ. ως ουσ. ο λιθουλκός χειρουργικό εργαλείο το οποίο χρησιμεύει για τη σύλληψη και εξαγωγή λίθου σχηματισμένου σε κύστη αρχ. αυτός που σύρει και βγάζει πέτρες από το λατομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ουλκός (< ὁλκή ή …   Dictionary of Greek

  • ξίγκι — το ιού (λ. λατ.), το λίπος: Βγάζει ξίγκι από τη μύγα (είναι τσιγκούνης, φιλάργυρος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»